-
1 προκατεχω
1) med. держать перед собой(καλύπτρην χερσί HH.)
2) раньше занимать, захватывать(τέν πόλιν Thuc.; τέν ἄκραν Polyb.)
3) перен. завладевать, приковывать(χάρισι καὴ σπουδαῖς τινα Plut.)
προκατεσχῆσθαί τινι πρός τινα Polyb. — быть связанным в силу чего-л. с кем-л.4) превосходить(ταῖς ἡλικίαις καὴ ταῖς δόξαις Polyb.)
-
2 ξυγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
-
3 προερχομαι
(aor. 2 προῆλθον)1) идти или выступать вперед, продвигаться, отправляться(ἐς τὸ πλεῖον Thuc.; ἐπὴ χιλόν Xen.; πρός τινα NT.)
π. κατὰ τέν ὁδόν Xen. — продолжать свой путь;οὐ π. ἐκ τοῦ χωρίου Xen. — не покидать местности2) проходить(ἡμερησίαν ὁδόν Plat.; ῥύμην μίαν NT.)
3) обгонять, опережать(τινα NT.)
4) ( о времени) проходить, протекать(προελθόντος ἱκανοῦ χρόνου Plat.)
5) перен. доходить, достигатьοἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις Xen. — люди преклонного возраста;
ὁρᾶτε τὸ πρᾶγμα, οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Dem. — вы видите, до какой степени наглости дошел этот человек;π. εἰς τοὔμπροσθε Isocr. — делать успехи6) выдвигатьτὸν πόδα π. ἐξ Αἰθιοπίας Luc. — покидать Эфиопию
-
4 συγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
См. также в других словарях:
προκατέχω — Α 1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων 2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.) 3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.) 4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ … Dictionary of Greek
οικογενής — ές (Α οἰκογενής, ές) νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος») αρχ. 1. (για δούλους)… … Dictionary of Greek
πρίγκιπας — ο / πρίγκιψ, ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ νεοελλ. μσν. τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη… … Dictionary of Greek
συνανδρούμαι — όομαι, Α [ἀνδροῡμαι] 1. ανδρώνομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον 2. συνεκδ. μεγαλώνω μαζί με άλλον («συνηνδροῡτο δ αὐτῶν ταῑς ἡλικίαις ἡ διάθεσις», Ιώσ.) … Dictionary of Greek